ὁμόφρονας

ὁμόφρονας
ὁμόφρων
agreeing
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομόφρονας — ο 1. αυτός που έχει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αρχές, αλλ. ομοϊδεάτης, ομόδοξος. 2. αυτός που ανήκει στο ίδιο κόμμα, στην ίδια παράταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • André de Crète (hymnographe) — Pour les articles homonymes, voir André de Crète et Saint André. André de Crète André de Crète, l hymnographe, est né vers 660 à Damas et mort à …   Wikipédia en Français

  • ομόφρων — ον (ΑΜ ομόφρων, ον) αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.) νεοελλ. ως ουσ. ο, η ομόφρων α) ομοϊδεάτης, οπαδός τής ίδιας μερίδας ή τού ίδιου κόμματος β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο… …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”